στύλωψ

στύλωψ
ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη τής τάξης εντόμων στρεψίπτερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρεψίπτερα — τα, Ν ζωολ. τάξη εντόμων στην οποία ανήκουν 400 περίπου μικροσκοπικά είδη, που τα άπτερα θηλυκά άτομα και οι προνύμφες τους είναι ενδοπαράσιτα άλλων εντόμων και τής οποίας ένα από τα γνωστότερα γένη είναι ο στύλωψ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”